- καλόπιασμα
- τό1) лесть; заискивание; угодничанье; 2) старание приласкать, утешить, успокоить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλόπιασμα — το [καλοπιάνω] 1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία 2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια … Dictionary of Greek
καλόπιασμα — το καλομεταχείριση, περιποιητική συμπεριφορά: Μ αυτά του τα καλοπιάσματα νομίζει πως θα τη ρίξει την πεθερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον … Dictionary of Greek
γαλίφεμα — το [γαλιφεύω] καλόπιασμα, κολακεία … Dictionary of Greek
γαλιφιά — η [γαλίφης] κολακεία, καλόπιασμα … Dictionary of Greek
θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») … Dictionary of Greek
θώπευμα — το (Α θώπευμα) [θωπεύω] 1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα … Dictionary of Greek
κολάκευμα — και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω] καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω»,… … Dictionary of Greek
κολάκι — το (Μ κολάκι[ον]) κολακεία, καλόπιασμα νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κολάκια θωπείες, χάδια («και τού γέρου τα κολάκια σαν νερόβραστα σπανάκια», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλαξ, ακος, ενώ, κατ άλλη άποψη, < κολακεύω] … Dictionary of Greek
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
συργουλιά — η, Ν κολακευτικός λόγος, κολακεία, καλόπιασμα («με συργουλιές και πονηριές αρχίζει / να τσι μιλή», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek